Το Jay Kelly είναι μια ταινία που λάμπει οπτικά, με γοητευτικές ερμηνείες, αλλά εγκλωβίζεται σε μία αυτοαναφορικότητα και έναν άνευρο στοχασμό για τη φήμη.


 

Με το Jay Kelly, ο Noah Baumbach προσπαθεί να εξορκίσει τα φαντάσματα της διασημότητας μέσα από μια σουρεαλιστική, ευρωπαϊκή αποστολή αυτογνωσίας. Παρότι η ταινία παίρνει δύναμη από τον χαρισματικό George Clooney και τον συναισθηματικό πυρήνα του Adam Sandler, η αφήγηση πολλές φορές χάνει την πυκνότητα και την ορμή για κάτι πραγματικά βαθύ.

Στο Jay Kelly, ο Noah Baumbach γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία που μοιάζει με καθρέφτισμα της δικής του εγκάρδιας, αλλά κάπως μετρημένης σιγουριάς. Ο κομβικός χαρακτήρας, ο Jay Kelly (George Clooney), είναι ένας σούπερ-σταρ που αντιμετωπίζει την κούραση της δόξας καθώς παθαίνει μια κρίση ταυτότητας και χάνεται στην απόσταση που έχει δημιουργήσει ανάμεσα σε αυτό που όλοι βλέπουν και το πώς πραγματικά αισθάνεται ο ίδιος. Η διαδρομή του τον οδηγεί σε μια ευρωπαϊκή δουλειά στο Τέστε (Τουσκάνη), που ταυτόχρονα του δίνει την ευκαιρία να επανασυνδεθεί με την κόρη του πριν φύγει για το κολέγιο.

Με μία πρώτη ματιά, η ταινία έχει ένα απαράμιλλο στιλ σκηνοθετικά, η κινηματογράφηση είναι πλούσια, με σκηνές που μεταφέρουν την αίσθηση μιας κινηματογραφικής ανάμνησης, όπως οι μνήμες του Jay που αποδίδονται σαν κινηματογραφικά reels, περνώντας διαρκώς ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Σύμφωνα με αναλύσεις, αυτές οι μεταβάσεις προσδίδουν ονειρική ποιότητα και δημιουργούν έναν οπτικό διάλογο ανάμεσα στην ιδέα της ζωής του ήρωα ως έργο τέχνης και ως καθημερινότητα.

Οι πρωταγωνιστές δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους

Ο Clooney, με τον διαπρεπή του χαρακτήρα και την καθιερωμένη γοητεία του, δίνει μια ερμηνεία που μοιάζει να του ταιριάζει, είναι ένας άντρας που έχει τα πάντα και ταυτόχρονα αισθάνεται ότι δεν έχει τίποτα αληθινό. Όμως, ενώ η παρουσία του είναι γοητευτική, υπάρχει μια ασυμφωνία ανάμεσα στην επιφάνεια και σε ό,τι ισχυρίζεται ότι λαμβάνει ως «κόστος διασημότητας». Κάποιοι κριτικοί υποστηρίζουν πως η πάλη του Jay Kelly δεν φαίνεται να αγγίζει πραγματικά τον θεατή, γιατί η ταινία επιμένει στο στιλ της και δεν καταφέρνει πάντα να δημιουργήσει βάθος.

Από την άλλη, ο Adam Sandler στον ρόλο του Ron, του πιστού μάνατζερ του Jay, κλέβει την παράσταση. Η σχέση τους είναι πολύ περισσότερο οικογενειακή παρά επαγγελματική και έχει μία ανθρώπινη ζεστασιά και μία συναισθηματική ανάταση, ο Ron είναι εκεί, χρόνια, θυσιάζοντας πολλά για να στηρίζει τον Jay, και η αποκάλυψη των συναισθημάτων του αποδίδεται με συγκινητική λεπτότητα. Παρά τις αξιόλογες ερμηνείες, όμως, η ταινία υφίσταται κριτική για την αυτοαναφορικότητά της. Ορισμένοι σχολιαστές τη χαρακτηρίζουν σαν ένα «ναρκισσιστικό πρότζεκτ διασημότητας», με τον Baumbach να φαίνεται πολύ πρόθυμος να συνομιλήσει με τις δικές του ή τις δημόσιες ιδέες του για τη φήμη, παρά να διερευνήσει πραγματικά την ψυχή του ήρωα και το βάθος που μπορεί να δείξει.

Η ταινία μοιάζει να γιορτάζει τον ίδιο τον Clooney περισσότερο από το να τον κρίνει, σε κάποιες στιγμές και αυτή η ισορροπία φαίνεται εύθραυστη.Μια άλλη αδυναμία εντοπίζεται στο πώς αντιμετωπίζει το θέμα της οικογένειας. Η κόρη του Jay, Daisy (Grace Edwards), είναι ο βασικός παράγοντας που τον αναγκάζει να ξανακοιτάξει τη ζωή του, ωστόσο η σχέση τους δεν αποδίδεται πάντα με την ένταση που θα περίμενες ανάμεσα σε έναν πατέρα και την κόρη του. Οι σκηνές πριν την αναχώρησή της για το κολέγιο έχουν στιγμές τρυφερότητας, αλλά η αφήγηση δεν αξιοποιεί πλήρως την πιθανή δραματική τους σύγκρουση, κάνοντας τη σχέση τους να δείχνει τελικά πιο ιδεατή παρά ρεαλιστική.

Επιπλέον, η διαδρομή στην Ευρώπη παραπέμπει σε κλασικές μελαγχολικές road movies, αλλά πόσο βάθος έχει αυτή η απομόνωση; Οι όμορφες λήψεις, τα ταξιδιωτικά τοπία και η στερεοτυπική μελόδραματική σημειολογία δεν αντικατοπτρίζουν πραγματικό στοχασμό, αλλά προσφέρουν μια ωραία εικόνα χωρίς επαρκές βάρος. Στα θετίκα είναι ότι η ταινία αποδεικνύει ότι ο Baumbach δεν έχει ξεχάσει πως να χειρίζεται τις ανθρώπινες σχέσεις και ξέρει πώς να φτιάχνει σεκάνς με ροή, να σε μεταφέρει στο εσωτερικό των χαρακτήρων του και να αξιοποιεί την ένταση του παρελθόντος. Αλλά σε σύγκριση με προηγούμενα έργα του, όπως το Marriage Story ή The Squid and the Whale, όπου οι συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια ή ανάμεσα σε ανθρώπους έχουν μια πιο πικρή, επώδυνη ειλικρίνεια, το Jay Kelly μοιάζει πιο επιτηδευμένο και πιο καλαίσθητα μελαγχολικό παρά βαθύ.

Τελικά, το Jay Kelly είναι μια ταινία που θέλει να είναι νοσταλγική και στοχαστική, αλλά δεν καταφέρνει πάντα να ξεφύγει από την προβολή και την ομορφιά. Είναι όμορφη, με έξυπνο σενάριο και εξαιρετικές ερμηνείες, όμως συχνά παραμένει σε μια επιφάνεια των εικόνων και των συναισθημάτων, χωρίς να εισχωρεί βαθιά στην ουσία της μοναξιάς, της σχέσης και της αυθεντικότητας. Αν ο Baumbach ήθελε να κάνει μια ωδή στο βάρος της φήμης, έχει πετύχει εν μέρει. Αν όμως ήθελε να διαλύσει τον μύθο του ηθοποιού και να εκθέσει το κενό πίσω από το χαμόγελο, τότε ίσως ο Jay Kelly να έμεινε λίγο εγκλωβισμένος στον ίδιο του τον καθρέφτη.