Το «ριφιφί του αιώνα» στην Τράπεζα Εργασίας επί της οδού Καλλιρρόης 19 συγκλόνισε την Ελλάδα το 1992. Τι γνωρίζουμε για την αληθινή ιστορία ληστείας τράπεζας που μεταφέρεται στη μικρή οθόνη από τον Σωτήρη Τσαφούλια;
Το «Ριφιφί» είναι η νέα σειρά της COSMOTE TV, εμπνευσμένη από τη διάσημη ληστεία που έγινε στην Αθήνα το 1992. Η ιστορία ακολουθεί τρεις διαφορετικούς άντρες –τον Νίκο, τον Βάκη και τον Μιχάλη– που, αν και δεν γνωρίζονται, τους ενώνει η απώλεια. Στην πορεία συναντούν την Όλγα, μια μυστηριώδη γυναίκα με προσωπικό κίνητρο και ένα τολμηρό σχέδιο που μπορεί να αλλάξει τις ζωές όλων.
Μέσα από τη δύναμη της μυθοπλασίας, η σειρά δεν εστιάζει μόνο στη μεγάλη ληστεία, αλλά και στην κοινωνική πραγματικότητα της Αθήνας τη δεκαετία του ’90: μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις, δυσκολίες, αλλά και μικρές δόσεις χιούμορ που ξεπροβάλλουν ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Καθώς το σχέδιο των ηρώων εξελίσσεται και οι ανατροπές κορυφώνονται, οι σχέσεις τους δοκιμάζονται, οδηγώντας τους σε μια ιστορία όπου δράμα και χιούμορ συνυπάρχουν με έναν απρόσμενο τρόπο.
Η νέα σειρά του Σωτήρη Τσαφούλια έκανε πρεμιέρα στις 15 Δεκεμβρίου στην COSMOTE TV και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βρίσκουμε τον Πάνο Βλάχο, Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Ευαγγελία Μουμούρη, Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, Βλαδίμηρο Κυριακίδη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ράνια Παπαδάκου, Πυγμαλίων Δαδακαρίδη κ.α.

Το αληθινό ριφιφί του 1992 στην Αθήνα
Τον Δεκέμβρη του 1992 η Αθήνα βίωσε μία από τις πιο εντυπωσιακές και μυστηριώδεις υποθέσεις εγκλήματος στην πρόσφατη ιστορία της. Το λεγόμενο «ριφιφί του αιώνα» στην Τράπεζα Εργασίας επί της οδού Καλλιρρόης 19 συγκλόνισε την κοινή γνώμη και έθεσε σοβαρά ερωτήματα για τα όρια της ασφάλειας και της αστυνομικής έρευνας στην Ελλάδα της εποχής.
Ήταν προπαραμονές Χριστουγέννων, στις 19–20 Δεκεμβρίου 1992, όταν οι δράστες εισέβαλαν στο υπόγειο της τράπεζας και διέρρηξαν τον θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο. Από τις 1151 θυρίδες που υπήρχαν στο υποκατάστημα, είχαν ανοίξει 301, αφαιρώντας το περιεχόμενό τους: μετρητά, κοσμήματα, πολύτιμα αντικείμενα και έγγραφα μεγάλης αξίας. Η συνολική λεία εκτιμήθηκε σε περίπου 5 δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό εξαιρετικά μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής.

Αντί όμως να μπουν από την κύρια είσοδο, οι δράστες είχαν σκάψει ένα τούνελ μήκους περίπου 25 μέτρων από το υπόγειο του «σφραγισμένου» ποταμού Ιλισού, που διέρχεται κάτω από την οδό Καλλιρρόης, φτάνοντας στο υπόγειο χώρο με τις θυρίδες. Η σήραγγα ήταν τόσο καλά κατασκευασμένη ώστε περιείχε μέχρι και ράγες στις οποίες κινούνταν βαγονέτο για την απομάκρυνση των μπάζων. Ο μηχανισμός αυτός κατέπληξε τους αστυνομικούς για την τεχνική επάρκεια και τον χρόνο που απαιτούσε η κατασκευή του, χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Παρά τις εκτεταμένες έρευνες, η υπόθεση καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 δεν είχε ξεκάθαρη έκβαση. Οι αρχές συνέλεξαν περιορισμένα στοιχεία, ενώ μια τυχαία ανακάλυψη τον Ιανουάριο του 1993 στην παραλία της Βραυρώνας μερικών κατεστραμμένων θυρίδων, ομόλογων και επιταγών βοήθησε στο να διατηρηθεί η έρευνα, χωρίς όμως να οδηγήσει σε τελική διαλεύκανση.
Στη συνέχεια υπήρξαν πιο δραστικές εξελίξεις: το 1994–1995 συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στην υπόθεση αρκετά άτομα. Μεταξύ αυτών ήταν ο υποδιευθυντής του υποκαταστήματος, Αναγνώστης Καλαφάτης, ο υπάλληλος των ΕΛΤΑ Λάμπρος Κότσαλος, καθώς και επιχειρηματίες όπως ο Στέλιος Κολοβός, ο Διονύσης Παπασταματάτος και ο Εμμανουήλ Σπανουδάκης.

Η δικαστική διαδρομή ωστόσο δεν επιβεβαίωσε τις υποψίες: ο Καλαφάτης και ο Παπασταματάτος προφυλακίστηκαν προσωρινά, ενώ ο Κότσαλος αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Οι υπόλοιποι δεν προσήλθαν να απολογηθούν και τελικά ένας–ένας οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το 1995. Η υπόθεση μπήκε οριστικά στο αρχείο, μένοντας ανεξιχνίαστη έως σήμερα.
Η έλλειψη τελικών απαντήσεων άφησε χώρο σε σενάρια και φημολογίες για οργανωμένα κυκλώματα, συμμετοχή αλλοδαπών ή ακόμη και σχέσεις με τρομοκρατικές ομάδες της εποχής. Παράλληλα, η υπόθεση χαρακτηρίστηκε «του αιώνα» όχι μόνο για την τόλμη της αλλά και για τα ερωτήματα που συνεχίζουν να τη συνοδεύουν.
Τριάντα τρία χρόνια μετά, το ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας παραμένει σαν αστικός μύθος, μόνο που συνέβη στην πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας τα όρια της διερεύνησης και την τότε ανάγκη για αυστηρότερα μέτρα ασφαλείας στους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς.











