Από το Instagram μέχρι τα TikTok comments, η ακύρωση έγινε το νέο reality.
Ένα like, ένα unfollow, ένα story με «δε στηρίζουμε» και κάπως έτσι διαμορφώνεται η πιο αντιφατική μορφή δημόσιου διαλόγου της εποχής μας. Το cancel culture στην Ελλάδα έχει το δικό του vibe είναι λιγότερο πολιτικό και περισσότερο προσωπικό. Κι όμως, πίσω από τα memes και τα rage comments, κρύβεται μια ολόκληρη γενιά που ψάχνει κάθαρση μέσα από το δημόσιο ρεζιλίκι.
Αν κάτι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ελληνική pop κουλτούρα, είναι το πόσο εύκολα αλλάζει στρατόπεδα. Ο Snik ανεβάζει ένα story με λάθος τόνο, η κοινή γνώμη οργίζεται, το Twitter παίρνει φωτιά, και το timeline γεμίζει με hashtags τύπου #cancelSnik. Μερικές μέρες μετά, ανεβάζει νέο τραγούδι, γεμίζει clubs, τα views ξεπερνούν το εκατομμύριο και όλοι ξαφνικά «τον γουστάρουν πάλι». Καλώς ήρθες σε μία ατελειώτη λούπα ακύρωσης, όπου όλοι φωνάζουν, κανείς δεν μαθαίνει, και τελικά όλοι επιστρέφουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Το ίδιο φαινόμενο βλέπουμε και διεθνώς, όπως με τον Kanye West (ή Ye, αν θέλουμε να είμαστε politically correct) να είναι ίσως το απόλυτο παράδειγμα του cancel survivor. Έχει ακυρωθεί για τα πάντα, από αντισημιτικά σχόλια μέχρι τις απρεπείς δημόσιες εκρήξεις. Κι όμως, κάθε φορά που κυκλοφορεί η μουσική του, ο κόσμος πατάει play. Ο Kanye είναι το σύμβολο μιας εποχής που ακυρώνει τους ήρωες της, αλλά δεν μπορεί να τους ξεπεράσει.
Και κάπως έτσι, η ελληνική εκδοχή του φαινομένου γίνεται ένα υβρίδιο μεταξύ κοινωνικού σχολίου και κουτσομπολιού. Δεν είναι πολιτική πράξη, είναι διασκέδαση. Η ακύρωση ενός rapper, ενός influencer ή ενός τηλεπαρουσιαστή δεν προκύπτει γιατί «θέλουμε δικαιοσύνη», αλλά γιατί χρειαζόμαστε δράμα, συμμετοχή και λίγο ηθικό ξεκαθάρισμα. Το cancel culture εδώ μοιάζει περισσότερο με σπορ, ένα ψηφιακό survivor όπου ο λαός ψηφίζει ποιος «φεύγει», αλλά όλοι ξέρουμε ότι στο επόμενο επεισόδιο θα ξαναγυρίσει.
Τα social media
Η γενιά του TikTok και του Instagram μεγάλωσε με την ταχύτητα της πληροφορίας. Η ακύρωση, λοιπόν, γίνεται στιγμιαία όπως ένα swipe. Δεν υπάρχει βάθος, υπάρχει μόνο αντίδραση, ένα viral βιντέο, ένα σχόλιο «άκυρος» και τελείωσε. Αλλά η ίδια γενιά που ακυρώνει, είναι και αυτή που «ξαναδίνει ευκαιρίες» εξίσου γρήγορα. Η «μνήμη» του διαδικτύου είναι τεράστια, αλλά η μνήμη των χρηστών διαρκεί όσο ένα story δηλάδη 24 ώρες.
Το πρόβλημα δεν είναι η ευαισθητοποίηση είναι ότι όλοι θέλουμε να δείχνουμε σωστοί, woke, ενημερωμένοι. Έτσι, η ακύρωση γίνεται μια παράσταση ένα δημόσιο «κοιτάξτε με, είμαι με τη σωστή πλευρά». Μόνο που, στην πράξη, δεν αλλάζει κάτι. Οι ίδιοι καλλιτέχνες παραμένουν στην κορυφή, τα ίδια brands τους ξαναστήνουν, και ο κύκλος συνεχίζεται.
Στην Ελλάδα, το cancel culture έχει κάτι το «βαλκανικό» και συνδυάζει θυμό με ειρωνεία. Ακυρώνουμε, αλλά με χιούμορ: «Δεν στηρίζουμε, αλλά ακούγεται ωραίο το beat», «Δεν τον πάω, αλλά έχει στυλ». Αυτό το αντιφατικό παιχνίδι είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που θέλει να αποδομήσει, αλλά φοβάται να αποσυνδεθεί. Θέλουμε καθαρότητα χωρίς να χάσουμε τη διασκέδαση.
Ίσως, τελικά το cancel culture να μην αφορά τους άλλους, αλλά εμάς. Είναι ένας τρόπος να εκτονώσουμε συλλογικά την κούρασή μας απέναντι στο σύστημα, στη φλυαρία, στην υπερπληροφόρηση. Όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε ουσιαστικά τίποτα, τουλάχιστον μπορούμε να «ακυρώσουμε» κάτι, έστω και για λίγο. Αλλά όπως όλες οι λούπες έτσι και αυτό κουράζει. Η επόμενη γενιά influencers ήδη μιλά για «uncancel culture» και για το δικαίωμα να κάνεις λάθος, να ζητήσεις συγγνώμη και να συνεχίσεις. Ίσως, εκεί να βρίσκεται η λύση όχι στην ακύρωση, αλλά στην εξέλιξη. Γιατί, τελικά, όποιος ακυρώνει τους άλλους, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί και αυτός στη θέση τους.
Η ακύρωση δεν είναι πια επανάσταση, έχει γίνει ρουτίνα. Και μέσα σ’ αυτή τη ρουτίνα, το μόνο που πραγματικά ακυρώνεται είναι η ικανότητά μας να ακούμε. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι ποιος ακυρώνει ποιον, αλλά ποιος τολμά να μείνει, να αλλάξει και να ξαναδοκιμάσει. Γιατί, όπως ο Snik και ο Kanye, στο τέλος όλοι επιστρέφουν και εμείς τους περιμένουμε με το δάχτυλο έτοιμο στο «follow».