Από συνεργάτες των brands σε αυτόνομους επιχειρηματίες, οι influencers επαναπροσδιορίζουν το λιανεμπόριο και δημιουργούν ένα νέο μοντέλο άμεσης αγοράς μέσα από το περιεχόμενό τους.
Με την εξέλιξη των creators, όλο και περισσότεροι influencers κυκλοφορούν δικά τους storefronts, αλλά τι σημαίνει αυτό για το λιανεμπόριο, τα brands και τους καταναλωτές; Καθώς η αγορά μετακινείται γρήγορα από το κλασικό μοντέλο χονδρικής προς ένα πιο άμεσο μοντέλο με τους δημιουργούς περιεχομένου να αναλαμβάνουν δράση ως έμποροι, η δυναμική της αγοράς αλλάζει. Το ερώτημα που τίθεται είναι, «Πόσο βιώσιμο είναι αυτό το νέο μοντέλο και ποιοι παράγοντες θα καθορίσουν αν οι influencers μπορούν πραγματικά να γίνουν οι νέοι πωλητές στη λιανική;».
Η εποχή που οι influencers ήταν απλώς «φωνές σύστασης» για προϊόντα φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν και οι δημιουργοί περιεχομένου πλέον δεν αρκούνται στο να προτείνουν, στοχεύουν στο να πουλούν. Πλατφόρμες όπως η ShopMy και η επερχόμενη από τον όμιλο Condé Nast «Vette» μετατρέπουν τους influencers σε curators, storefront, ιδιοκτήτες και εν τέλει μικρούς λιανοπωλητές.
Οι παραδοσιακές εταιρείες χονδρικής βιώνουν μία έντονη πίεση, και η οικονομία στο κομμάτι των creators προβλέπεται να αγγίξει τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2027, σύμφωνα με προβλέψεις της Goldman Sachs.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ενθαρρύνει περισσότερες επενδύσεις σε πλατφόρμες που διευκολύνουν τους δημιουργούς να ανοίξουν το δικό τους ηλεκτρονικό «κατάστημα». Η λογική είναι ότι ο influencer μπορεί να γίνει «έμπορος» με λιγότερα κλικ μεταξύ σύστασης και αγοράς και περισσότερο απευθείας.
Η μετάβαση αυτή έχει ρίσκο και μια από τις κύριες προκλήσεις είναι η διατήρηση της «αυθεντικότητας» γιατί αν η πλατφόρμα απομακρυνθεί από το social κομμάτι, τότε απλώς γίνεται εμπόριο. Ο creator- infuenceer πληρώνει όχι μόνο για traffic αλλά για εμπιστοσύνη και οι followers μπορεί να αποξενωθούν αν αισθανθούν ότι ο δημιουργός τους «πουλάει» χωρίς να φροντίζει το περιεχόμενο ή την αφήγηση. Επιπλέον, το επιχειρηματικό μοντέλο υποστηρίζεται από shared revenue, δεν αρκεί απλώς η ύπαρξη storefront, χρειάζεται και επαρκής ζήτηση.
Δημιουργός- Στυλίστας- Πωλητής
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο δημιουργός δεν είναι πλέον απλά διαφημιστής, μεταμορφώνεται σε curator και πωλητή. Ο δημιουργός γίνεται το στυλίστας, ο πωλητής και ο σύμβουλος αγοράς και η μετακίνηση προς αυτό το μοντέλο σημαίνει ότι το storytelling, η ταυτότητα και η προσωπική σχέση μεταξύ δημιουργού και κοινού γίνονται βασικά επιχειρηματικά όπλα. Με αυτή την εξέλιξη τα brands μπορούν να επεκτείνουν το κοίνο τους μέσω των δημιουργών-πωλητών και να εκμεταλλευτούν την πιο άμεση πρόσβαση στους πιθανούς πελάτες.
Οι influencers αποκτούν έλεγχο πάνω στo brand τους και πιθανώς μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, δεδομένου ότι «κάθε κλικ» μπορεί να μετατραπεί σε αγορά απευθείας από εκείνους. Οι καταναλωτές, κουρασμένοι από την υπερπληροφόρηση και τις πολλές επιλογές, βρίσκουν μια πιο εξατομικευμένη εμπειρία μέσα από κάποιον που εμπιστεύονται.
Βεβαία αν κάθε influencer ανοίξει το δικό του κατάστημα, η κλασική μόρφη αγορών μπορεί να χάσει την αξία της. Η εξάρτηση από τις κοινωνικές πλατφόρμες και τους αλγορίθμους είναι ασταθής και οι αλλαγές στα δεδομένα μπορούν να επηρεάσουν την προσβασιμότητα του κοινού. Η έννοια της «αυθεντικότητας» μπαίνει στο μικροσκόπιο και το generative AI κερδίζει έδαφος, ενώ η πραγματική ανθρώπινη φωνή θα πρέπει να ξεχωρίζει.
Τι σημαίνει αυτό για το λιανεμπόριο
Το παραδοσιακό λιανεμπόριο βρίσκεται σε μία μεταβατική φάση και η χονδρική, οι μεγάλες ποσότητες και το μοντέλο «brand → κατάστημα → καταναλωτής» δεν αποτελούν πλέον τη μόνη ή την ιδανική οδό. Οι δημιουργοί-λιανοπωλητές ανοίγουν μια νέα πόρτα που συνδυάζει περιεχόμενο, εμπιστοσύνη, και άμεση αγορά. Αυτό σημαίνει ότι τα brands πρέπει να επανεξετάσουν τον τρόπο συνεργασίας τους με τους δημιουργούς και να τους δουν όχι ως απλούς ambassadors, αλλά ως βασικούς συνεργάτες με κοινό όραμα και προσωπική ταυτότητα.
Η μετακίνηση των influencers σε ρόλους πωλητών δεν είναι απλώς μια τάση, φαίνεται να είναι μια εξέλιξη του τρόπου που καταναλώνουμε και πουλάμε. Όμως το αν θα αποδειχθεί βιώσιμη εξαρτάται από το πόσο καλά θα διατηρείται η εμπιστοσύνη, η αυθεντικότητα και η ουσιαστική σύνδεση με το κοινό. Εάν το κάνουν σωστά, μπορεί να αλλάξει ριζικά το τοπίο, αν όχι, κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν το ίδιο αρνητικό μοντέλο που κάποια brands ήδη βιώνουν στο παραδοσιακό λιανεμπόριο.