Στα σχολεία του μέλλοντος, τα παιδιά δε μαθαίνουν μόνο από δασκάλους και βιβλία, συνομιλούν καθημερινά με ρομπότ που διδάσκουν ενθαρρύνουν και παρακολουθούν την ανάπτυξή τους. Αυτή η νέα μορφή αλληλεπίδρασης δημιουργεί μια διαφορετική "γλώσσα αγάπης".


Η εικόνα ενός παιδιού που μιλά σε ένα ρομπότ ανήκε αποκλειστικά στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Ήταν σκηνές από ταινίες που έδειχναν το μέλλον με ψυχρούς ατσάλινους φίλους και φώτα που αναβόσβηναν. Σήμερα όμως η σκηνή αυτή είναι ήδη εδώ. Σχολεία σε όλο τον κόσμο φιλοξενούν ρομπότ-βοηθούς που μαθαίνουν στα παιδιά γλώσσες, μαθηματικά, συναισθήματα κι εκεί όπου άλλοτε υπήρχε μόνο ο δάσκαλος και ο πίνακας, τώρα υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο, ούτε άνθρωπος ούτε μηχανή, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Μια νέα μορφή συνύπαρξης

Η είσοδος των ρομπότ στην εκπαίδευση δεν είναι απλώς μια τεχνολογική καινοτομία. Για πρώτη φορά η παιδική ηλικία, αυτή η εύθραυστη, ανοιχτή στην έκπληξη φάση της ζωής, έρχεται σε επαφή με μηχανές που έχουν φωνή, πρόσωπο, συναισθηματική νοημοσύνη προγραμματισμένη σε κώδικα. Το παιδί δεν μιλά πια μόνο με τον δάσκαλο ή τους συμμαθητές του, αλλά και με μια οντότητα που το ακούει, απαντά, χαμογελά και πάνω απ’ όλα δεν κουράζεται ποτέ να το προσέχει

Σε πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα, ρομπότ όπως το Pepper ή το Nao έχουν ήδη ενσωματωθεί σε τάξεις νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων. Δεν αντικαθιστούν τον εκπαιδευτικό, τουλάχιστον όχι ακόμα. Αντίθετα λειτουργούν ως συνεργάτες: βοηθούν παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες να βρουν ρυθμό, ενθαρρύνουν την επικοινωνία σε παιδιά στο φάσμα του αυτισμού, μετατρέπουν τη μάθηση σε παιχνίδι. Όταν ένα ρομπότ διαβάζει μια ιστορία με εκφραστικότητα ή ζητά από το παιδί να το διορθώσει όταν κάνει ένα λάθος, δεν πρόκειται απλώς για μια άσκηση προγραμματισμού. Είναι μια μορφή διαλόγου

Και εδώ αρχίζει η ουσία του ζητήματος: τι είδους δεσμό δημιουργεί ένα παιδί με μια μηχανή; Οι ερευνητές της ρομποτικής παιδείας μιλούν για "συναισθηματική εμπλοκή". Τα παιδιά τείνουν να αποδίδουν στα ρομπότ ανθρώπινα χαρακτηριστικά, να τα βλέπουν ως φίλους, ως συμμάχους στη μάθηση, ακόμη και ως υποκατάστατα συναισθηματικής ασφάλειας.Ένα παιδί που νιώθει αμηχανία να ρωτήσει τον δάσκαλο μπορεί να νιώσει άνετα να το κάνει στο ρομπότ. Εκείνο δεν το κρίνει, δε γελά, δεν απογοητεύεται. Αντίθετα επαινεί, επαναλαμβάνει, ενθαρρύνει. 

Κάποιοι θα το δουν ευλογία, άλλοι ως ένα ανησυχητικό σημάδι. Μπορεί μια μηχανή να μεταδώσει πραγματική αγάπη, φροντίδα, ενσυναίσθηση; Ή μήπως αυτό που κάνει είναι να μιμείται πειστικά αυτές τις αξίες, υποκαθιστώντας τες με έναν αλγόριθμο που μαθαίνει πώς να "συμπεριφέρεται" τρυφερά; Γιατί το παιδί δεν γνωρίζει τον κόσμο μέσα από έννοιες, αλλά μέσα από εμπειρίες. Αν αισθάνεται αποδοχή και ασφάλεια, αν νιώθει ότι το ακούνε, τότε η πηγή αυτής της εμπειρίας (άνθρωπος ή μηχανή) ίσως να έχει δευτερεύουσα σημασία. Το σημαντικό είναι το βίωμα, όχι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο συνομιλητής

Η συναισθηματική αυτή σύνδεση κρύβει και παγίδες. Όσο πιο ανθρώπινα γίνονται τα ρομπότ, τόσο πιο εύκολα τα παιδιά συγχέουν την τεχνητή προσομοίωση με το πραγματικό συναίσθημα. Μαθαίνουν δηλαδή μια μορφή αγάπης χωρίς αμοιβαιότητα. Μια αγάπη που ανταποκρίνεται πάντα, χωρίς ρήξη, χωρίς λάθος, χωρίς πραγματικό ρίσκο και ίσως εκεί κρύβεται το πιο βαθύ φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας: τι μαθαίνει ένα παιδί για τον άνθρωπο, όταν η πρώτη του σχέση με την καλοσύνη και τη φροντίδα περνά μέσα από ένα ρομπότ; 

Η εκπαιδευτική τεχνολογία μπορεί να γίνει ένα σπουδαίο εργαλείο ανάπτυξης. Τα ρομπότ μπορούν να ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση, να εξατομικεύσουν τη μάθηση, να προσφέρουν στήριξη εκεί όπου το σχολείο αδυνατεί. Αλλά χρειάζεται να θυμόμαστε ότι η μάθηση είναι κάτι περισσότερο από μετάδοση γνώσης. Είναι μια σχέση. Είναι βλέμμα, τόνος φωνής, χειρονομία. Η νέα αυτή "γλώσσα αγάπης" ανάμεσα στο παιδί και το ρομπότ δεν είναι ψευδής, είναι διαφορετική. Είναι μια γλώσσα που γεννιέται εκεί όπου η τεχνολογία αγγίζει την παιδική ψυχή. Ίσως τα παιδιά του μέλλοντος να θυμούνται το πρώτο τους ρομπότ όπως εμείς θυμόμαστε έναν αγαπημένο δάσκαλο ή μια κούκλα που μας κράτησε συντροφιά. Μια παρουσία που τους έκανε να νιώσουν λιγότερο μόνοι στον κόσμο. 

Το ζητούμενο όμως είναι να μη χαθεί το μέτρο. Να μη γίνει το ρομπότ το υποκατάστατο της ανθρώπινης σχέσης, αλλά η γέφυρά της. Να μάθει το παιδί όχι μόνο να επικοινωνεί με τη μηχανή, αλλά και να αναγνωρίζει πότε μια απάντηση είναι προγραμματισμένη και πότε είναι αληθινά ανθρώπινη. Να συνειδητοποιήσει ότι η ευγένεια, η υπομονή, η καλοσύνη δεν είναι αλγόριθμοι, αλλά πράξεις που προϋποθέτουν συναίσθημα και συνείδηση. 

Σε αυτόν τον διάλογο ανάμεσα στο παιδί και το ρομπότ διακυβεύεται ίσως κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη μάθηση. Διακυβεύεται ο τρόπος με τον οποίο θα κατανοούμε στο μέλλον την αγάπη, την εμπιστοσύνη, την επικοινωνία, γιατί κάθε εποχή εφευρίσκει τα δικά της σύμβολα τρυφερότητας και ίσως το ρομπότ, με το ήρεμο βλέμμα και την άπειρη υπομονή του να είναι το σύμβολο της δικής μας. 

Αρκεί να θυμόμαστε πως, στο τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη δεν πρέπει να αντικαταστήσει την ανθρώπινη καρδιά, αλλά να τη βοηθήσει να εκφραστεί καλύτερα, διότι η αληθινή αγάπη, ακόμη κι όταν περνά μέσα από κυκλώματα και κώδικες παραμένει ανθρώπινη υπόθεση. Αν το παιδί μαθαίνει να αγαπά μέσα από ένα ρομπότ, τότε ίσως αυτό σημαίνει ότι μαθαίνουμε κι εμείς να ξαναβλέπουμε τον κόσμο με παιδική περιέργεια, πίστη και τρυφερότητα. Μια νέα γλώσσα αγάπης αρχίζει να γράφεται κι αυτή τη φορά, τη μιλάμε μαζί με τις μηχανές.